- λεύκοφρυς
- Τοπωνύμιο της αρχαιότητας.
1. Αρχαία πόλη κοντά στον ποταμό Μαίανδρο της Μικράς Ασίας, με θερμή λίμνη, της οποίας το νερό ανανεωνόταν διαρκώς και ήταν πόσιμο. Στην περιοχή της υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, έργο του αρχιτέκτονα Ερμογένη (3ος αι. π.Χ.). Στα ερείπιά της χτίστηκε αργότερα η «επί Μαιάνδρω Μαγνησία».
2. Αρχαιότατη ονομασία του νησιού Τένεδος, όπως αναφέρεται από τον Απολλόδωρο (2ος αι. π.Χ.) στις Επιτομές, οφειλόμενη είτε στους λευκούς βράχους της είτε στα αφρισμένα κύματα που χτυπούσαν τους βράχους. Βλ. λ. Τένεδος (Ιστορία).
* * *-υ (Α λεύκοφρυς, -υ)αυτός που έχει άσπρα φρύδιααρχ.1. (για αγορά) αυτή που περιβάλλεται από μαρμάρινες στοές2. (κατά τον Ησύχ.) ως κύριο όν. ἡ Λεύκοφρυςπαλαιά ονομασία τής Τενέδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + ὀφρύς (πρβλ. μελάν-οφρυς). Η λ. ως ανθρωπωνύμιο Λεύκοφρυς μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή reukoroopu2ru].
Dictionary of Greek. 2013.